- δίζυγο
- τοόργανο της γυμναστικής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίζυγο — το 1. εξώστης πάνω στο μεγάλο επιστύλιο τών ιστιοφόρων πλοίων 2. γυμναστικό όργανο με δύο κατακόρυφους στύλους και δύο οριζόντιες δοκούς … Dictionary of Greek
ανακυβίστηση — η αναπήδηση από μία στάση εξαρτήσεως από δίζυγο, που φέρνει τον γυμναζόμενο σε όρθια στήριξη επάνω σ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κυβίστηση] … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
δίζυγος — ο (AM δίζυγος, ον) διπλός νεοελλ. 1. αυτός που έχει δύο ζυγούς 2. «δίζυγον πυρ» πυρά που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές 3. το ουδ. ως ουσ. το δίζυγο … Dictionary of Greek